- ἐπήλυθον
- ἐπέρχομαιcome uponaor ind act 3rd plἐπέρχομαιcome uponaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam … Hofmann J. Lexicon universale
επέρχομαι — (AM ἐπέρχομαι) 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 3. ακολουθώ, διαδέχομαι 4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, ες, a (AM ἐπερχόμενοι, αι, α) αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι μσν. νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek